myEleusis Loading
my eleusis
my eleusis

Περίληψη Ύμνου

Ο ύμνος ξεκινάει με την επική επίκληση προς τη σεβαστή Δήμητρα και τη λυγεροπόδαρη θυγατέρα που άρπαξε ο Αϊδωνεύς (δηλαδή ο Πλούτων). Η Περσεφόνη έπαιζε με τις κόρες του Ωκεανού σε τρυφερό λειμώνα όταν εμφανίστηκε μπροστά της ένας νάρκισσος, δόλωμα που έκανε να βλαστήσει η Γη με απόφαση του Δία. Η Κόρη έσκυψε να συλλέξει το άνθος που είχε γεμίσει τον ουράνιο θόλο και σύμπασα τη γη με το μεθυστικό …

Μετάβαση στο άρθρο

Περίληψη Ύμνου

Ο ύμνος ξεκινάει με την επική επίκληση προς τη σεβαστή Δήμητρα και τη λυγεροπόδαρη θυγατέρα που άρπαξε ο Αϊδωνεύς (δηλαδή ο Πλούτων). Η Περσεφόνη έπαιζε με τις κόρες του Ωκεανού σε τρυφερό λειμώνα όταν εμφανίστηκε μπροστά της ένας νάρκισσος, δόλωμα που έκανε να βλαστήσει η Γη με απόφαση του Δία. Η Κόρη έσκυψε να συλλέξει το άνθος που είχε γεμίσει τον ουράνιο θόλο και σύμπασα τη γη με το μεθυστικό του άρωμα όταν η γη άνοιξε και εμφανίστηκε ο Πλούτων με ολόχρυσο όχημα που το έσερναν τα αθάνατα άλογά του.

Η μητέρα της, η Δήμητρα, άκουσε τις κραυγές αγωνίας της Περσεφόνης και όρμησε σαν γεράκι σε γη και θάλασσα για να βρει την κόρη της. Κανείς δεν ήξερε ή δεν ήθελε να αποκαλύψει στη μάνα τι είχε συμβεί. Για εννιά ημέρες περιπλανιόταν στη γη με αναμμένες δάδες στα χέρια, χωρίς να βάζει στο στόμα της μήτε αμβροσία μήτε νέκταρ. Τη δέκατη μέρα εμφανίστηκε η Εκάτη με φως στα χέρια και της είπε πως κάποιος είχε αρπάξει την Περσεφόνη. Φτάσανε μαζί στον Ήλιο, ο οποίος ενημέρωσε τη Δήμητρα για την αρπαγή του παιδιού της από τον Άδη με τη σύμφωνη γνώμη του Δία.

Χολωμένη από την πίκρα και την οργή, η Δήμητρα εγκατέλειψε τον Όλυμπο και άρχισε να περιπλανιέται στις πόλεις των ανθρώπων μεταμορφωμένη σε πολύχρονη γριά. Κάποια στιγμή έφτασε στην Ελευσίνα και κάθισε να ξαποστάσει στο Παρθένιο φρέαρ, απ’ όπου οι πολίτες έπαιρναν νερό. Εκεί τη συνάντησαν οι κόρες του Κελεού, του βασιλιά της Ελευσίνας, και την κάλεσαν στο καλόχτιστο ανάκτορο του πατέρα τους. Αρχικά η θεά έμενε σιωπηλή και βυθισμένη στη θλίψη ώσπου η έμπιστη υπηρέτρια Ιάμβη την έκανε να γελάσει με πειράγματα και αστεία. Η βασίλισσα Μετάνειρα της πρόσφερε κρασί αλλά η Δήμητρα αρνήθηκε, και ζήτησε κριθάλευρο και νερό με καλοτριμμένο φλισκούνι ώστε να ετοιμάσει τον κυκεώνα.

Στη συνέχεια η Δήμητρα ανέλαβε την ανατροφή του στερνού παιδιού του Κελεού και της Μετάνειρας. Η θεά προσπάθησε να κάνει τον μικρό Δημοφώντα αθάνατο καταχωνιάζοντάς τον σαν δαυλό στη θράκα της φωτιάς. Η Μετάνειρα θαύμαζε και απορούσε με την απροσδόκητη ανάπτυξη του παιδιού, που έμοιαζε με θεό χωρίς να τρώει τροφή ή να θηλάζει γάλα μητέρας. Καραδόκησε το βράδυ και είδε την πράξη της θεάς, οπότε πανικόβλητη έβαλε τις φωνές. Οργισμένη η θεά αποκάλυψε την πραγματική της ταυτότητα και έδωσε εντολή στους Ελευσίνιους να χτίσουν «ναό μεγάλο και βωμό κάτω απ’ αυτόν...κάτω απ’ την πόλη και το τείχος απάνω απ’ την Καλλίχορη πηγή στο λόφο που δεσπόζει» όπου η ίδια θα τους δίδασκε τις τελετουργίες με τις οποίες θα την εξευμένιζαν.

Ο λαός υπάκουσε και έκανε ό,τι πρόσταξε η θεά. Εκείνη, τότε, κλείστηκε στον ναό και εμπόδιζε για έναν χρόνο τη πολυθρέφτα γη να δώσει καρπό. Το λευκό κριθάρι έπεφτε στο έδαφος άσκοπα και τα βόδια τράβαγαν χωρίς αποτέλεσμα τα καμπύλα αλέτρια. Το ανθρώπινο γένος βρισκόταν στα πρόθυρα του αφανισμού και οι θεοί αντιμετώπιζαν την απώλεια των δώρων και των θυσιών που λάμβαναν από τους θνητούς. Ο Δίας συνειδητοποίησε πως έπρεπε να επέμβει. Κάλεσε την Δήμητρα να παρουσιαστεί μπροστά του αλλά η χαροκαμένη μάνα αρνήθηκε να δεχτεί τους θεούς, που έρχονταν ο ένας μετά τον άλλο να την καλέσουν να εγκαταλείψει την οργή της, μέχρι να ξαναδεί την ωραιόφθαλμη κόρη της.

Μπροστά στο αδιέξοδο, ο Δίας αναγκάστηκε να στείλει τον Ερμή στον Κάτω Κόσμο για να διατάξει τον Πλούτωνα να απελευθερώσει την Περσεφόνη. Εκείνος πειθάρχησε στην εντολή αλλά έδωσε στην Κόρη να φάει «γλυκό σπυρί ροδιού» για να μην μείνει για πάντα κοντά στη σεβαστή Δήμητρα.

Με οδηγό τον Ερμή, η Περσεφόνη ανέβηκε ξανά στο χρυσό άρμα του Άδη και ανέβηκε στη γη. Μόλις η Δήμητρα την είδε να πλησιάζει «όρμησε σα μαινάδα απ’ το βουνό μες σε βαθύσκιο δάσος», ενώ η Κόρη «όταν είδε τα όμορφα μάτια της μητέρας της, άλογα και άρμα παρατώντας έτρεξε, και στο λαιμό της έπεσε αγκαλιάζοντας την». Η απόλυτη ευτυχία της επανένωσης μετριάστηκε από τη γνώση πως η Περσεφόνη είχε γευτεί το ρόδι και έπρεπε να επιστρέφει στα τρίσβαθα της γης όπου θα κατοικούσε τη μια εποχή από τις τρεις του χρόνου, ενώ τις άλλες δύο θα έμενε κοντά στη μητέρα της και στους άλλους αθανάτους και «όποτε η γης από άνθη ευωδιαστά ανοιξιάτικα κάθε λογής θ’ ανθοβολά, τότε απ’ το ολόμαυρο σκοτάδι πάλι για τους θεούς και τους ανθρώπους θ’ ανεβαίνει μέγα θαύμα».

Ο Δίας συγκατάνευσε στη διάρκεια του έτους να είναι η Κόρη κατά το τρίτο μέρος στο ολόμαυρο σκοτάδι και στα άλλα δύο να μένει με τη μητέρα της. Στη συνέχεια έστειλε τη Ρέα για να καλέσει τις δύο θέαινες στον Όλυμπο. Η μαντατοφόρος του βασιλιά των θεών πάτησε τη γη στο Ράριο πεδίο, που ήταν τότε ένας άγονος τόπος χωρίς φύλλα, και μετέφερε την εντολή του Δία. Η Δήμητρα υπάκουσε, αλλά προτού αναχωρήσει δίδαξε στους δίκαιους βασιλιάδες της Ελευσίνας, τον Τριπτόλεμο και τον ιππέα τον Διοκλή και τον πανίσχυρο Εύμολπο και τον ηγέτη του λαού Κελεό, τις ιεροπραξίες και τα πάνσεπτα όργια, που «κανείς δεν πρέπει να ερευνά κι ούτε να παραβαίνει, ούτε να τα κοινολογεί, γιατί το μέγα σέβας στους θεούς δένει τη γλώσσα». Τότε γέμισε η απέραντη γη με φύλλα και άνθη και τα εύφορα χωράφια ξανάδωσαν καρπό και οι δύο θεές ανέβηκαν στον Όλυμπο όπου μένουν κοντά στον Δία «σεβάσμιες και αξιότιμες», ενώ οι θνητοί που εκείνες αγαπούν αληθινά είναι τρισόλβιοι και δέχονται τον Πλούτο, που εκείνες τους στέλνουν.

amea